отмерить - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отмерить - translation to ρωσικά


отмерить      
mesurer
отмерить метр полотна - mesurer un mètre de toile
семь раз отмерь, один раз отрежь посл. - tourne sept fois ta langue dans ta bouche avant de parler
Les témoins mesurèrent douze pas.      
Секунданты отмерили нам двенадцать шагов.
отмеривать      
mesurer
отмерить метр полотна - mesurer un mètre de toile
семь раз отмерь, один раз отрежь посл. - tourne sept fois ta langue dans ta bouche avant de parler

Ορισμός

отмерить
сов. перех.
см. отмеривать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отмерить
1. - Наверное, посчитал, что лучше семь раз отмерить.
2. Перед тем как один раз отрезать, нужно семь раз отмерить.
3. Просто желательно сначала семь раз отмерить, а потом один отрезать.
4. Тут надо семь раз отмерить!" - сказал тогда г-н Боос.
5. Вроде бы заманчиво, однако и здесь надо семь раз отмерить.